Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὸ ἐνοχλοῦν

См. также в других словарях:

  • ἐνοχλοῦν — ἐνοχλέω trouble pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres part act masc voc sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres part act neut nom/voc/acc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλυκτοπέδη — ἀλυκτοπέδη, η (Α) συνήθως στον πληθ. αἱ ἀλυκτοπέδαι δεσμά που θλίβουν, καταπιέζουν, ενοχλούν κατ’ άλλους δεσμά άλυτα, άθραυστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετη λ. με β΄ συνθετικό τη λ. πέδη «πέδικλον, εμπόδιο». Το α΄ συνθετ. τής λ. είναι αβέβαιης ετυμολογίας… …   Dictionary of Greek

  • δέρνω — (AM δέρω Α και δείρω και δαίρω Μ και δέρνω) χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω νεοελλ. Ι. 1. χτυπώ, βασανίζω, ταλαιπωρώ («μεριά μάς δέρνει ο θάνατος, μεριά κι ο γενίτσαρος», Δημοτ. Τραγ.) 2. (για υλικά μαγειρικής, γάλα, αβγά κ.λπ.) αναταράσσω, χτυπώ… …   Dictionary of Greek

  • κόρακας — I Ονομασία τριών οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 6 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βοιών. 2. Ακατοίκητος πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) του νομού Λαρίσης. Βρίσκεται στο… …   Dictionary of Greek

  • συνερίζομαι — ΝΜΑ, και συνορίζομαι Ν, και ενεργ. τ. συνερίζω ΜΑ [ἐρίζω] νεοελλ. μέ ενοχλούν τα λόγια ή πράξεις κάποιου και διατίθεμαι εχθρικά εναντίον του («μή τόν συνερίζεσαι, είναι επιπόλαιος, δεν είναι κακός») μσν. αρχ. ερίζω, αντιδικώ με κάποιον …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • σύσταση — η / σύστασις, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύστασις Α [συνίστημι] 1. σύνθεση, κατασκευή 2. συγκρότηση, συναρμολόγηση 3. ίδρυση, σχηματισμός (α. «σύσταση ανώνυμης εταιρείας» β. «σύστασις ἐπιβουλῆς», Πολ.) 4. φυσική σύνθεση, υφή, υπόσταση (α. «υδαρούς… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Αλτιπλάνος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται τα υψηλά εσωτερικά οροπέδια των Άνδεων της Νότιας Αμερικής. Οι Άνδεις, όπως και όλες οι μεγάλες οροσειρές της Γης που σχηματίστηκαν κατά την αλπική ορεογένεση, σπάνια αποτελούνται από μία και μόνο παράταξη βουνών …   Dictionary of Greek

  • ανεμώνη της θάλασσας — (actiniaria).Κοινή ονομασία κοιλεντερωτών ανθοζώων. Βρίσκονται σε όλες τις θάλασσες και κυρίως κοντά στις ακτές και με τις παλιρροϊκές μετατοπίσεις των νερών εμφανίζονται κολλημένες πάνω σε βράχους ή σε σκληρά αντικείμενα. Το σαρκώδες και γεμάτο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»